ογκομετρικός

ογκομετρικός
-ή, -ό
1. αυτός που σχετίζεται με τη μέτρηση τού όγκου ενός σώματος
2. (για μετρητή, αντλία, συμπιεστή κ.λπ.) χαρακτηρισμός αντίστοιχης διάταξης τής οποίας η ένδειξη ή η λειτουργία καθορίζεται από τον όγκο τού διερχόμενου μέσα από αυτήν όγκου ρευστού
3. το θηλ. ως ουσ. η ογκομετρική
η ογκομετρία
4. μέθοδος ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία η ποσότητα μιας ουσίας προσδιορίζεται με τη μέτρηση είτε τού όγκου τον οποίο αυτή καταλαμβάνει είτε τού όγκου μιας δεύτερης ουσίας που συνδυάζεται με την πρώτη σε καθορισμένες αναλογίες
β) «ογκομετρικός τόνος»
(μετρολ.-ναυτ.) άλλη ονομασία τού κόρου.
επίρρ...
ογκομετρικώς και -ά
από ογκομετρική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ογκομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Μορ, Καρλ Φρίντριχ — (Karl Friedrich Mohr, Κόμπλεντς 1806 – Βόννη 1879). Γερμανός χημικός. Γιος ενός φαρμακοποιού, αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στο Κόμπλεντς για να βοηθήσει τον πατέρα του. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1857, αποσύρθηκε από το φαρμακείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”